Λεξικό

Ακολουθώ: Παίζω φύλλο ίδιου χρώματος με αυτόν που πρωτοέπαιξε στη λεβέ

Άλφα: ο Κρητικός Άσος

Αμίλητο: Χρώμα που δεν αγοράστηκε κατά την περίοδο των αγορών, "μη αγορασθέν"

Αμυντικός (αμυνόμενος): ο αντίπαλος του εκτελεστή. Αντίπαλος και του συμπαίκτη του (ενίοτε)

Αναγκαστική (απάντηση): Π.χ. (με σιωπηλούς τους αντιπάλους) 1♦ 1♥/2♣ 2♠*/3♦. Οι 2♠ είναι «τέταρτο χρώμα». Ο ανοίξας δεν κρατάει πίκα, δεν έχει τρίφυλλη κούπα, επομένως η απάντηση 3♦ είναι αναγκαστική, δεν υπόσχεται συνεπώς έξτρα μήκος στο χρώμα

Ανεβάζω: Δίνω το φιτ, όρος που δε χρησιμοποιείται πλέον συχνά


Ανέβασμα – ανεβαίνω: πιάσιμο (πιάνω) από το χέρι του εκτελεστή


Ανιούσα: Ισχυρή επαναδήλωση. Αναφέρεται και ως αντιστροφή. Πολλοί διαχωρίζουν τις δύο έννοιες. Π.χ. η αγορά 1♣ 1♥/2♦ θεωρείται ανιούσα ενώ η 1♣ 1♥/2♠ αντιστροφή. Η αντιστροφή δηλαδή γίνεται πάντοτε με πήδημα. Η ανιούσα δείχνει (15) 16+ ενώ η αντιστροφή 18+ και είναι φόρσινγκ μανς


Ανοίγω – άνοιγμα: Η αρχική αγορά. «ανοίγω τα φύλλα μου» = κάνω κλέιμ. «Παίζει με ανοιχτά φύλλα» = είναι τόσο καλός παίκτης που λες ότι τα βλέπει ή είναι προφανές το πώς θα συνεχίσει. – Ανοίγω ένα χρώμα = πρωτοπαίζω ένα χρώμα

Ανοχή: Μια μικρή υποστήριξη σε χρώμα του συμπαίκτη (π.χ. ένα δίφυλλο ονέρ)

Αντερμπιντάρω: Το αντίθετω του οβερμπιντάρω

Αντιστροφή: Αναφέρεται και σαν ανιούσα. Ισχυρή επαναδήλωση. Βλέπε και στο λήμμα ανιούσα. – Αντιστροφή του μορ: Τεχνική εκτέλεσης σε χρωματιστά συμβόλαια όπου κόβει το χέρι με τα περισσότερα ατού αντί αυτό με τα λιγότερα. Συνήθως είναι ο μορ το χέρι με τα λιγότερα ατού γι΄αυτό και προέκυψε αυτή η ονομασία. Πιο συνηθισμένος ο αγγλικός όρος, ντάμι ριβέρσαλ

Άρνηση: Π.χ. «η αγορά μου έδειξε άρνηση στα καρά» = δεν κρατάω καρό ή δεν έχω φιτ στο καρό

Άσοι: Εννοείται η ερώτηση Άσων. Π.χ. «πόσους Άσους παίζουμε;»

Αφιόνι: Ο μπριτζέρ που παίζει συνεχώς αλλά και αυτός που αγοράζει συνεχώς

Βγάζω: Πραγματοποιώ (ένα συμβόλαιο)

Βγαίνω: Κάνω αντάμ. Επίσης, ιδιωματικά σε υποθετική πρόταση πρώτου είδους. Αν πάω από καρά βγαίνω.

Βήμα: Π.χ. «στην ερώτηση Άσων 4ΧΑ οι απαντήσεις δίνονται με βήματα»

Βιβλίο: Στη φράση «αγορά του βιβλίου» = θεωρητική αγορά, χωρίς να αποκλίνει από τη θεωρία

Βοηθάω: Δίνω το φιτ αλλά και κάνω με μια ενέργεια μου πιο εύκολη μια απόφαση του συμπαίκτη μου (ενίοτε και του αντιπάλου)

Γιάρμπορο: Χέρι που περιέχει μόνο λιμά φύλλα (ούτε δεκάρι)

Γκαρότσο: κυρίως στη φράση «έπαιξε σαν Γκαρότσο». Παίκτης που έχει παίξει πολύ καλά. Π.χ. «μας έτυχαν σήμερα όλοι οι Γκαρότσοι»

Γκίνια: Πέρα από την κλασική σημασία της λέγεται συνήθως με ειρωνική-χιουμοριστική διάθεση. Π.χ. «είχαμε γκίνια, μπήκαμε μέσα στο σλεμ γιατί έλειπαν τρεις Άσοι»

Γράφω: «Γράψαμε από τη μεριά μας» = βγάλαμε το συμβόλαιο ή βάλαμε τους αντιπάλους μέσα, πήραμε θετικό σκορ

Δηλώνω: Αγοράζω – Δήλωση

Δηλώσιμο (χρώμα): Χρώμα που μπορεί να αγοραστεί. Π.χ. στο άνοιγμα 1♣ του συμπαίκτη ένα οποιοδήποτε τετράφυλλο χρώμα του απαντώντος είναι δηλώσιμο. Παλαιότερα δε θεωρούνταν δηλώσιμα χρώματα τα τετράφυλλα πολύ κακής ποιότητας.

Διανομή: Τα 52 φύλλα της τράπουλας μοιρασμένα στους 4 παίκτες

Διόρθωση (συμβολαίου): Π.χ. στην αγορά 1♥ 1♠ / 2♦ 2♥ η τελευταία αγορά είναι διόρθωση (με δίφυλλο χρώμα)

Διώχνω: Πετάω φύλλο, ξεσκαρτάρω

Δουλεύω: Π.χ. «Όλα τα ονέρ μου δουλεύουν» = είναι χρήσιμα

Δωμάτιο: στην έκφραση «τους πήραμε (τους αντίπαλους) στο δωμάτιο». Καθόλου ευγενική, αμιγώς μπριτζιστική απ’ όσο ξέρω έκφραση που δηλώνει ότι «τους κατατροπώσαμε». Ανοικτό, κλειστό δωμάτιο: Τα δύο τραπέζια όπου αναμετρώνται δύο ομάδες (4 παίκτες από τη καθεμιά). Στο ανοικτό δωμάτιο επιτρέπονται θεατές και στο κλειστό όχι.

Είσοδος: Φύλλο μέσω του οποίου αποκτάμε πρόσβαση σε ένα χέρι. Π.χ. «η μοναδική μου είσοδος για το μορ ήταν ο Ρήγας κούπα»

Εκτελεστής: Ο παίκτης που αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει ένα συμβόλαιο – εκτελώ. Αλλά και στην έκφραση «όχι απλά το εκτέλεσα, το έστησα στα τρία μέτρα» = το εκτέλεσα λάθος

Ελεύθερη (παρτίδα): Το μπριτζ του καφενείου, παίζεται συνήθως με χρήματα

Ελιμινέισιον (ελιμινάρισμα): Εξαντλώ σκοπίμως έναν ή και τους δύο αντιπάλους από ένα χρώμα. Σκοπός του είναι συνήθως το κλείσιμο. Π.χ. «Ελιμίναρα κούπες και καρά και του ’δωσα χέρι με μπαστούνι»

Εντ πλέι: Το κλείσιμο

Επαναδηλώνω: Επαναλαμβάνω το χρώμα μου

Επαναδήλωση: Η δεύτερη αγορά του ανοίξαντος

Επαναφέρω: Π.χ. «τον επανέφερα στις κούπες» = προτίμησα να παίξουμε συμβόλαιο σε κούπες

Επιθετικός: Παίκτης που οβερμπιντάρει. Αλλά και «επιθετική αντάμ» = ριψοκίνδυνη συνήθως αντάμ σε χρώμα που περιέχει μη συνεχόμενα ονέρ. Π.χ. να βγεις σε ένα τέτοιο χρώμα εναντίον σλεμ

Επικίνδυνος: «Επικίνδυνο χέρι». Το χέρι ενός εκ των δύο αμυνομένων που αν …πιάσει χέρι θα προξενήσει ζημιά στον εκτελεστή (θα τραβήξει μετρ μπάζες ή θα τον βάλει στη μέση)

Επιστήμη: Αγορά μεταξύ συμπαικτών με πολλές συμβάσεις. «Πολύ επιστήμη έπεσε»

Επιστήμονας: Ο συμβασιομανής αλλά και ο παίκτης που δεν είναι πρακτικός. Της θεωρίας, χρησιμοποιεί κανόνες και όχι φαντασία.

Επιτιθέμενος: Ο παίκτης που κέρδισε τη λεβέ και παίζει στην επόμενη

Επιτυγχάνω: Πραγματοποιώ το συμβόλαιο

Ερωτηματική (αγορά): Π.χ. «του έκανα μια ερωτηματική αγορά (για κράτημα) και αυτός δεν την κατάλαβε και με πάσαρε» - Π.χ. «του έκανα ερωτηματική αγορά για τη Ντάμα ατού και αυτός κατά λάθος μου την έδωσε»

Ζώνη: Η δεύτερη μανς. Όρος που χρησιμοποιείται από παλαιότερους παίκτες του μπριτζ. "Είμαι στη ζώνη"

Θέλω: «Θέλω – δε θέλω» είναι το πιο δημοφιλές σινιάλο στην άμυνα

Καβαλάω: Σκεπάζω

Κάγκελο (συντάσσεται με το ρήμα πιάνω): Αγορά που κάνει κάποιος παράτυπα, προκειμένου να εκτελέσει. «Αυτός πιάνει συνέχεια κάγκελο» (αγοράζει συνέχεια χωρίς ατού)

Καθρέφτης: Δύο χέρια που βρίσκονται απέναντι (συνήθως εκτελεστής με μορ) με ολόιδια κατανομή

Κακός: «Οι κακοί» = (περιπαικτικά) οι αντίπαλοι. Π.χ. «Βγαίνει ο κακός ατού και έπιασα από το μορ». Κακό χρώμα λέμε το χρώμα κακής ποιότητας

Καλή επιτυχία (τύχη): Ειλικρινής ευχή στο ξεκίνημα μιας ημερίδας μεταξύ καινούργιων κυρίως παικτών. Καρφωτική έκφραση μεταξύ παλαιοτέρων (με χιουμοριστική πάντοτε διάθεση)

Καλός: Ένα χρώμα γίνεται καλό όταν τα υπόλοιπα φύλλα του μπορώ να τα κάνω μπάζες. Π.χ. AKxxx προς xxx. Αν δώσω μια λεβέ στους αντιπάλους και η κατανομή των αντιπάλων φύλλων είναι η αναμενόμενη (3-2) τότε το χρώμα μου θα γίνει καλό. Καλό χρώμα λέμε επίσης το χρώμα καλής ποιότητας

Καναπές: Αγορά ενός μινέρ που υπόσχεται μεγαλύτερο μήκος από το μαζέρ που ο ίδιος παίκτης αγόρασε προηγουμένως. Ισχύει μόνο για τον απαντώντα αν δεν υπάρχει συναγωνισμός. Υπόσχεται κάτω από 10 πόντους. Π.χ. η αγορά 1♣ - 1♠ / 1ΝΤ – 2♦ ( ή και 3♦) μπορεί να είναι καναπές (κατόπιν συμφωνίας)

Καπέλο: συμβόλαιο, συνήθως κοντρέ, συνήθως πετσί. Συντάσσεται με το ρήμα φοράω (στην ενεργητική αλλά και στην παθητική του φωνή). "Το φορέθηκα", ¨τους τα φόρεσα (τα τρία χωρίς)"

Καρό: Το καρό (στα ελληνικά έχει και πληθυντικό, τα καρά)

Κάρφωμα: Ευχή για καλή πορεία που για λόγους γρουσουζιάς ελπίζουμε να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Π.χ. «καλή επιτυχία» ή «άχαστος»

Καταδικασμένος: «Καταδικασμένο συμβόλαιο» = συμβόλαιο χωρίς ελπίδα να βγει

Κατεβάζω: Ξαπλώνω. Π.χ. «κατέβηκε ο μορ»

Κατέβασμα – κατεβαίνω: πιάσιμο (πιάνω) από το μορ

Κατοχή (χρώματος): Χρώμα τουλάχιστον τετράφυλλο

Κάτω: ο μορ

Κατωκόβω: Κόβω με μικρότερο ατού από κάποιον που έχει ήδη κόψει στην ίδια λεβέ

Κεφάλι: Στην έκφραση «τραβάω στο κεφάλι». Παίρνω τις άμεσες (γρήγορες) λεβέ μου, τους Ασορηγάδες μου. «Είχα 9 μπάζες κεφαλάτες»

Κίμπιτζερ: ο θεατής στο μπριτζ - Κιμπιτζάρω

Κλέβω (αγορά): Π.χ. «με 14 πόντους στον άξονα τους κλέψαμε την αγορά και πάιζαμε 2♥»

Κλειδί: Η μπλόφα στο μπριτζ στη διάρκεια των αγορών. Π.χ. να ανοίγεις 1♥ με δύο λιμά. Λέγεται και αγορά ψυχίκ. Υπάρχουν κλειδιά που επιτρέπονται και κλειδιά που απαγορεύονται. Επίσης κάποια κλειδιά επιτρέπονται μόνο σε υψηλές βαθμίδες αγώνων

Κλειδούχος: Παίκτης που συνηθίζει να κάνει πολλά κλειδιά

Κλειδώνω (ένα χρώμα, τους αντίπαλους): Αγοράζω ένα χρώμα που δεν έχω ώστε να μην το αγοράσουν ή να μην επιτεθούν εκεί οι αντίπαλοι. Π.χ. μετά από άνοιγμα 1♦ του συμπαίκτη μου κρατώντας ♠AJx - ♥ AQx - ♦Kxxx - ♣xxx αγοράζω 2♣ με σκοπό να αποτρέψω τους αντίπαλους από αυτήν την αντάμ στο πολύ πιθανό τελικό 3ΧΑ

Κλέιμ: Σταματάω την εκτέλεση της παρτίδας δηλώνοντας πόσες ακόμα μπάζες θα κάνω και (αν χρειάζεται) με ποιο τρόπο

Κλείνω: (κλείνω τα φύλλα) «έκλεισα τα φύλλα μου» = δε διεκδικώ άλλη λεβέ. «Τα κλείσαμε» = παραίνεση του εκτελεστή προς ένα αμυνόμενο όταν εκείνος έχει πιάσει χέρι και σκέπτεται πώς να συνεχίσει. Εννοεί ότι δε θα πρέπει να περιμένει να κάνει άλλη μπάζα

Κλείσιμο: Τεχνική (κυρίως) του εκτελεστή που αναγκάζει έναν αμυνόμενο να πιάσει χέρι και να γυρίσει χρώμα που δε θα ήθελε. Προκύπτει μετά από elimination ή από semi-elimination

Κόβω: Δεν ακολουθώ σε ένα χρώμα και παίζω ατού – Το κόψιμο

Κοιμάμαι: Χάνω τη συγκέντρωση μου και κάνω λάθος – Κοιμίζω: Οδήγησα τον αντίπαλο στο λάθος

Κολοσσός: «Χέρι – κολοσσός» = γεμάτο με καλά φύλλα, χέρι με πάρα πολλούς πόντους ή με πάρα πολλές μπάζες

Κοντρ: Κοντρ

Κοντρόλ: έλεγχος π.χ. «έχω το κοντρόλ των ατού». « Έχασα το κοντρόλ (ενν. των ατού)». - Αλλά και «πρώτου γύρου κοντρόλ» = Άσος ή σικάν, «δεύτερου γύρου κοντρόλ» = Ρήγας (τουλ. δίφυλλος) ή σόλο. – «Έχω τρία κοντρόλ»

Κοπέλα: η Ντάμα

Κοροϊδεύω: Στη φράση «μάλιστα που το κοροϊδεύατε». Έκφραση που μονολογεί ο εκτελεστής ενόσω σκέφτεται (συνήθως μόλις πέφτει ο μορ).

Κράτημα: Όταν ένα χρώμα δεν είναι εκτεθειμένο. Ένας Άσος, ένας δίφυλλος Ρήγας κ.ο.κ. αποτελούν κρατήματα

Κρατιέμαι: Κρατάω προφυλαγμένο ένα χρώμα

Κρος ραφ: Κόβω συνεχόμενα και από τα δύο χέρια (εκτελεστή και μορ). Τεχνική εκτέλεσης που χρησιμοποιείται από έμπειρους αλλά και από πολύ …αρχάριους

Κυρία: η Ντάμα

Λιμαδούρα: Χέρι που περιέχει σχεδόν αποκλειστικά λιμά φύλλα

Λιμό: Ένα εκ των 2,3,4,5,6,7,8,9,(10)

Λογκέρ (λόγκα): Μεγάλο μήκος σε ένα χρώμα

Μαζεύω: Π.χ. «μάζεψα τα ατού σε τρεις γύρους» = πήρα τα ατού των αντιπάλων, ο ένας κρατούσε τρίφυλλο

Μαλ πλασέ: Εκτός εμπάς

Μαντεύω: Π.χ. «Μάντεψα τα ατού» = Βρήκα το πώς ήταν κατανεμημένα ή ποιος βαστούσε το φύλλο που έψαχνα

Μαρκόνι: Αθέμιτη μετάδοση πληροφορίας μεταξύ συμπαικτών. Π.χ. «έπεσε μαρκόνι». Ευτυχώς στο αγωνιστικό μπριτζ είναι σπάνιο φαινόμενο

Μεθαύριο: Τρόπος εκτέλεσης, ο χειρότερος δυνατός. «τα έπαιξες σα μεθαύριο» Με αυτή τη φράση κάποιος λοιδωρεί τον συμπαίκτη του σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι ότι έπαιξε άσχημα, ενώ το δεύτερο, ότι κάθε μέρα γίνεται και χειρότερος, αλλά σήμερα βρέθηκε δύο βήματα… μπροστά. Παροιμιώδης έχει μείνει η έκφραση που έχει ακουστεί πάνω στο τραπέζι: «κάθε μέρα παίζεις και χειρότερα αλλά ειδικά σήμερα έπαιξες σα μεθαύριο»

Μέση: «Είμαι στη μέση» = είναι το ονέρ μου σε θέση εμπάσας και δε δικαιούμαι λεβέ με αυτό

Μετατρέπω: Π.χ. «μετέτρεψα (πασάροντας) την κόντρα του συμπαίκτη μου σε τιμωρίας αλλά τα φορέθηκα»

Μετρ: Τίτλος που απονέμεται σε μπριτζέρ (γκραν μετρ, ισόβιος μετρ και πολλοί άλλοι). Μετρ είναι ένα φύλλο που είναι έτοιμο να γίνει μπάζα. Π.χ. το 13ο καρό είναι μετρ στα χωρίς ατού.

Μετράρω: Κάνω ένα χρώμα καλό ή κάνω ένα φύλλο μετρ

Μισφίτ: Χωρίς φιτ σε κάποιο χρώμα. Γενικό μισφίτ: Δεν υπάρχει φιτ σε κανένα χρώμα

Μόρτος: ο μορ

Μουίζ: το ψευδοσκουίζ

Μπαράζ: ο φραγμός - μπαραζώνω

Μπερντές: το σκριν, το χώρισμα ανάμεσα στους παίκτες που τοποθετείται διαγωνίως στο τραπέζι

Μπιεν ζουέ: «Συγχαρητήρια» αλλά και «καλοπαιγμένο» (ένα συμβόλαιο)

Μπιεν πλασέ: Πλασέ. Αλλά και «περίμενα τους αντίπαλους πόντους να είναι μπιεν πλασέ»

Μυροβολάντε: Κακό, απερίσκεπτο παίξιμο. Π.χ. «Τα έπαιξε (τα 3ΝΤ) μυροβολάντε»

Ντάμι ριβέρσαλ: Αντιστροφή του μορ

Νταμπλ ντάμι: Εκτέλεση με ανοιχτά και τα τέσσερα χέρια. Έτσι δίνονται αρκετές φορές στα περιοδικά εκτελεστικά ή αμυντικά προβλήματα -" Εκτέλεσε νταμπλ ντάμι" = εκτέλεσε τόσο καλά, λες και έβλεπε όλα τα φύλλα

Ντόνα: Η διανομή

Ντουπλικασιόν: Παλαιότερη έκφραση που σήμαινε ίδια κατανομή με συνέπεια να σπαταλώνται ονέρ. Π.χ. «Υπήρχε ντουπλικασιόν στα μπαστούνια, KQ προς Ax»

Ντουπλικέιτ: Παλαιότερη ονομασία του αγώνα ζευγών (matchpoints)

Ξαπλώνω: Όταν ανοίγει ο μορ τα φύλλα του στο τραπέζι. Π.χ. «ξάπλωσε (αντί ξαπλώθηκε) ο μορ»

Ξελιμάρω: Ξοφλάω λιμό φύλλο

Ξεσκαρτάρω: Δεν ακολουθώ αλλά και δεν κόβω

Ξεφορτώνομαι: Διώχνω φύλλο ενός χρώματος παίζοντας από το άλλο χέρι ένα άλλο χρώμα

Ξοφλάω: Ξεφορτώνομαι

Οβερμπιντάρω: Αγοράζω «με τα πάνω», π.χ. δε διστάζω να αγοράσω μια οριακή μανς

Οικονομική (αγορά): Π.χ. «αγόρασα οικονομικά στο επίπεδο 3»

Ονέρ σιρ ονέρ: Σκεπάζω με μεγαλύτερο ονέρ το ονέρ που μόλις έβαλε ο δεξιά μου αντίπαλος

Ονέρ: Ένα εκ των A,K,Q,J, (10). Το ονόρι

Οφ σέιπ: Π.χ. μια κόντρα οφ σέιπ σημαίνει ότι δεν είναι «τυπική»

Παθητικός: Π.χ. «βγήκα παθητικά» = με σκοπό να μην πουλήσω. Παθητικές αντάμ είναι συνήθως αυτές από λιμά ή οι αντάμ ατού. Αντίθετο όχι του ενεργητικός αλλά του επιθετικός

Παίζω: Πέρα από τη φυσική έννοια της λέξης, χρησιμοποιείται και στην παθητική φωνή για ένα συμβόλαιο. Π.χ. «Αυτό το συμβόλαιο δεν παίζεται» = δεν έχει ελπίδα να βγει

Πάνω: το χέρι του εκτελεστή

Πανωκόβω: Κόβω με μεγαλύτερο ατού από κάποιον που έχει ήδη κόψει στην ίδια λεβέ

Παππούς: ο Ρήγας

Πετάω: Πέρα από τη φυσική έννοια (πετάω φύλλο) χρησιμοποιείται και στην έκφραση «Τα πετάξαμε» = τα κλείσαμε, αναφερόμενοι σε αντίπαλο(!) που έχει το χέρι ειδοποιώντας τον να μην ελπίζει να κάνει άλλη λεβέ.

Πετσί (δέρμα): Συμβόλαιο που ήταν να μπει μέσα αλλά βγήκε από λάθος. Συντάσσεται με το ρήμα φοράω αλλά και με το περνάω. «Μου πέρασε ένα πετσί...»

Πέτσινο: Μπορεί να είναι ένα συμβόλαιο αλλά και ένα κλέιμ.

Πετυχαίνω: Π.χ. «έκανα αντάμ από τα δύο λιμά κούπα και πέτυχα το συμπαίκτη μου με AK τετράφυλλο»

Πέφτω: Μπαίνω μέσα, λέγεται για ένα συμβόλαιο. Αλλά και "άρχισαν να πέφτουν κόντρες από χαμηλά". Επίσης «τα καρά έπεφταν (έσπαγαν) 3-3»

Πιάνω: Κερδίζω την μπάζα – πιάσιμο / Έχω κράτημα. « Πιάνω το σπαθί», «πιάνω δύο φορές στις κούπες» αλλά και «πιάνω κάγκελο»

Πίκι: (το) Η πίκα στα ρεθυμνιώτικα. Προφέρεται με παχύ «κ».

Πινάρω: Τη σημασία θα τη δείξω με ένα παράδειγμα:
♦J9
♦10
♦K87
♦AQ2

Παίζοντας το Βαλέ ο εκτελεστής πινάρει το δεκάρι (αυτό πέφτει ξερό) του παίκτη που θα παίξει τέταρτος

Πίνω: "Τον ήπιαμε" = την πατήσαμε - Συχνά ακούγεται περιπαικτικά η φράση "Θα σας πιούμε το αίμα με το καλαμάκι" = Θα σας τσακίσουμε

Πλασέ: Ένα φύλλο βρίσκεται στην εμπάς

Πλευρικός: Π.χ. «πλευρικό χρώμα» = χρώμα πλην του χρώματος των ατού, «πλευρικός Άσος» = Άσος εκτός του Άσου ατού

Πληρώνω: «Γράφουν» οι αντίπαλοι – Πληρώνομαι: «Γράφει» ο άξονας μου. Π.χ. «έκανα σοβέτο αλλά πλήρωσα περισσότερα από όσα περίμενα»

Πλούσιος: «Δε θα γίνουμε πλούσιοι αν κοντράρουμε» = δεν θα τους βάλουμε πολλές μέσα (ή και καθόλου)

Πνίγω: Στην έκφραση «Σε έπνιξε το φύλλο;» = τόσο ισχυρός πίστευες πως ήσουν και οβερμπιντάρισες;

Ποδάρι: ή πόδι Ο φύρας, αυτός που παίζει πολύ άσχημα. Συνήθως προσφωνούμε έτσι κάποιον περιπαικτικά.

Ποιότητα (χρώματος): Πόσο καλό ή κακό είναι ένα χρώμα

Ποσοτική (αγορά, απάντηση): Π.χ. στην αγορά 1ΝΤ 4ΝΤ η τελευταία αγορά είναι ποσοτική. Αντίστοιχα ο ανοίξας θα απαντήσει ποσοτικά (με μίνιμουμ θα πασάρει, με μάξιμουμ θα πάει 6ΧΑ)

Πούλουδα: στη φράση «έπαιξα τα πούλουδα» = έπαιξα άθλια, ότι νάναι

Πράσινο: Κακό γύρισμα στην άμυνα, συνήθως το μόνο κατάλληλο για να βγάλει ένα «πέτσινο» συμβόλαιο. Συντάσσεται με τα ρήματα παίζω, βγαίνω και γυρίζω «Ενώ είχα αγοράσει κούπες, αυτός όταν έπιασε χέρι μού γύρισε το πράσινο και μας τα φόρεσε». «Παίζει τα πράσινα»= παίζει χάλια, σαν ποδάρι

Ρεκτιφάι δε κάουντ: Τεχνική προχωρημένης εκτέλεσης συνήθως απαραίτητη για να δουλέψει ο μηχανισμός του σκουίζ. Π.χ. αν έχω 9 μπάζες, παραχωρώ νωρίς τις 3 στους αντιπάλους (ρεκτιφάι τηε κάουντ) και τη δέκατη προσπαθώ να την κερδίσω με σκουίζ.

Ρενόνς: Παράλειψη να ακολουθήσει κάποιος σε ένα χρώμα ενώ είχε φύλλο του ίδιου χρώματος

Ρίχνω: Βάζω μέσα ένα συμβόλαιο. Αλλά και "Ρίχνω κόντρα"

Σανζ ατού: Χωρίς ατού

Σβήνω: Π.χ. «Ξανάνοιξα με κοντρ μια αγορά που πήγαινε να σβήσει» = μίλησα μετά από δύο πάσο, στην τέταρτη θέση

Σιρκόντρ: Ρεκόντρ, οψίμως δε και σιρκόντρ

Σιρκουπάρω: Πανωκόβω (δεν υπάρχει το αντίστοιχο: σουκουπάρω)

Σιωπηλός: Παίκτης που πασάρει συνεχώς

Σκεπάζω: Βάζω μεγαλύτερο φύλλο από τον προηγούμενο παίκτη

Σκοράρω: Ένα συγκεκριμένο φύλλο κατάφερε να κερδίσει μπάζα. Π.χ. «Κατάφερε να σκοράρει τη Ντάμα του»

Σκουίζ: Τεχνική κατά την οποία ο εκτελεστής (σπανιότερα ένας αμυνόμενος) κάνει μία (σπανιότερα δύο) παραπάνω λεβέ από αυτές που (μετρώντας μπάζες) φαίνεται να δικαιούται διότι ένας οι και οι δύο αντίπαλοι του δεν μπορούν να κρατηθούν όταν αναγκάζονται να προφυλάξουν ταυτόχρονα δύο ή περισσότερα χρώματα. Υπάρχουν πολλά είδη σκουίζ, αυτόματο, άπλό, διπλό, τριπλό, κρις-κρος, σόου απ κλπ – Σκουιζάρω, -ομαι

Σκουπίδια: Άχρηστα φύλλα

Σοβέτο: η θυσία - σοβετάρω

Σουιβί: Σειρά (συνήθως από ονέρ, π.χ. J109)

Σούπερφιτ: Εννοείται το δεκάφυλλο τουλάχιστον φιτ

Σουτάρισμα: Τουφεκιά

Σπάω: Π.χ. τα καρά έσπαγαν 4-2 στην άμυνα. Αλλά χρησιμοποιείται και για το τσάκισμα. Π.χ. «έσπασα μία κούπα στο μορ»

Σπίτι: (πάω σπίτι μου) π.χ. «τράβηξα τις 6 μπάζες μου και πήγα σπίτι μου» = δε διεκδίκησα άλλη λεβέ. - Το μέρος στο οποίο μεταφέρονται κάθε βράδυ οι Άσοι που δεν πήραμε σε μια ημερίδα. «Πήρα τον Άσο σπίτι μου»

Σπρώχνω: Ανεβαίνω ένα επίπεδο παραπάνω με στόχο να στείλω ένα επίπεδο πιο πάνω και τους αντίπαλους

Στέκω: Π.χ. «τράβηξα Α,Κ στο κεφάλι στα 9 φύλλα αλλά δυστυχώς έστεκε η Ντάμα τρίφυλλη»

Στόλος: Πολύ ισχυρό χέρι

Συναγωνισμός: Όταν αγοράζουν και οι δύο άξονες

Συναγωνιστική (αγορά): Αγορά που γίνεται με μοναδικό σκοπό να κλέψει το συμ,βόλαιο από τους αντίπαλους ή να τους σπρώξει ένα επίπεδο ψηλότερα

Συνδυασμός (φύλλων): Τα φύλλα σε ένα χρώμα του ενός άξονα. Υπάρχουν εκατομμύρια συνδυασμοί (π.χ. 6 φύλλων, 7 φύλλων κλπ) και το να μάθει κανείς να παίζει σωστά τους περισσότερους από αυτούς αποτελεί το πιο δύσκολο κεφάλαιο στο μπριτζ

Σφάζω: Λέγεται για ένα χρώμα (όχι ευτυχώς για αντίπαλο). Π.χ. «Σφάζω όλα τα χρώματα» = έχω κρατήματα παντού

Τέταρτο χρώμα: Ο άξονας αγοράζει ανεμπόδιστα όλα τα χρώματα πριν βρεθεί φιτ. Το τελευταίο που θα ακουστεί είναι συμβατική αγορά. Έτσι αυτός που το αγοράζει δεν υπόσχεται την κατοχή του

Τουφεκιά: Επιθετική αγορά, συνήθως πηγαίνοντας μανς ή σλεμ χωρίς διερεύνηση ή χωρίς δυνατότηα διερεύνησης, σουτάρισμα

Τραβάω: Π.χ. «τράβηξα τις μπάζες μου κι έφυγα»

Τραβηχτό (συμβόλαιο): Συμβόλαιο που δεν κινδυνεύει να μπει μέσα

Τραπέζι: «είμαι πάνω στο τραπέζι» = έχω πλήρη αντίληψη της κατάστασης, αντιλαμβάνομαι και εκμεταλλεύομαι τα πάντα όσα συμβαίνουν, ακόμα και το χρόνο που μεσολαβεί για να παιχτεί ένα φύλλο ή για να γίνει μια αγορά. Απολύτως θεμιτό όπλο. "Ανέβηκα στο τραπέζι" = έπαιρνα όλες τις πρωτοβουλίες, αυτενεργούσα χωρίς μέτρο

Τρέχω: «Το χρώμα τρέχει» = δε δίνουμε λεβέ στο χρώμα. Επίσης στη φράση «άφησα το Bαλέ να τρέχει» π.χ. με Jx προς Κ10x έπαιξα Βαλέ προς λιμό. Στο Ρέθυμνο ακούστηκε το «άσε το Βαλέ να σούρνεται»

Τρώω: "Έφαγα τις κούπες" = δεν τις αγόρασα. "Έφαγα το σκουίζ"= μου έκαναν σκουίζ - "Έφαγα τρεις άνω κοντρέ" = μου έβγαλαν τρεις άνω κοντρέ - "'Εφαγα ξύλο" = δεν τα πήγα καλά

Τσακίζω: Κόβω. Η τσάκα

Τσουβάλι: Στη φράση «έδωσα ένα τσουβάλι imps»

Τυπική (αγορά): Το χέρι μου ταιριάζει απόλυτα στην αγορά που έκανα. Π.χ. « η κόντρα μου ήταν τυπική»

Υπονοώ (φιτ): Π.χ. στην αγορά 1♥ 4ΝΤ το φιτ υπονοείται

Υποστήριξη (χρώματος): Έχω κάποια βοήθεια σε χρώμα τους συμπαίκτη, για παράδειγμα έχω φιτ ή κάποιο δίφυλλο ονέρ

Φάντης: ο Βαλές

Φεύγω: Ξεφορτώνομαι, πετάω. π.χ. «Φεύγει η κούπα στο καρό του μορ». Αλλά και «έφυγα από την κόντρα του συμπαίκτη μου» = αγόρασα κάτι άλλο (προς απογοήτευση συχνότατα του συμπαίκτη). Επίσης στη φράση «τράβηξα τις μπάζες μου κι έφυγα» = και παραχώρησα τις υπόλοιπες

Φιτ: Κατοχή 8 ή περισσότερων φύλλων σε ένα χρώμα από τους δύο συμπαίκτες

Φόλσκαρντινγκ: Ψεύτικο αμυντικό σινιάλο, με σκοπό να παραπλανηθεί ο εκτελεστής

Φοράω (συμβόλαιο): Βγάζω. – Φοριέμαι: μου βγάζουν

Φουρκέτα: Δύο φύλλα (συνήθως ονέρ) στο ίδιο χέρι από όπου λείπει ένα ενδιάμεσο (το κρατάνε οι αντίπαλοι). Π.χ. AQ αποτελεί φουρκέτα εφόσον ο Ρήγας δε βρίσκεται απέναντι. Κ9 έχει μετατραπεί σε φουρκέτα αν Q, 10 έχουν παιχτεί σε προηγούμενες λεβέ

Φραγμός: Αγορά που σκοπό έχει να κόψει αγοραστικό χώρο από τους αντιπάλους έτσι ώστε αυτοί να μην καταφέρουν να ανταλλάξουν πληροφορίες

Φρενάρω: Π.χ. «Άνοιξα με 9 πόντους. Στη συνέχεια προσπάθησα να φρενάρω το συμπαίκτη μου αλλά στάθηκε αδύνατο. Καταλήξαμε στα 6ΝΤ και μπήκαμε δύο μέσα»

Φρι εμπάς: Π.χ. στο συνδυασμό KJx προς A10x θα πρέπει να μαντέψετε τη θέση της Ντάμας. Αν όμως αναγκάσετε τους αντιπάλους να ανοίξουν αυτοί το χρώμα τότε σας προσφέρεται μια φρι εμπάς

Φύρα: Το λάθος στο μπριτζ.- Φύρας= αυτός που κάνει συνεχώς λάθη

Χα: Τα χωρίς ατού. «Έπαιξα τρία χα». Μέχρι στιγμής χρησιμοποιείται αποκλειστικά από νέους παίκτες.

Χαμηλός: «Χαμηλά ονέρ» = οι Νταμοβαλέδες

Χέρι: Τα 13 φύλλα που κρατάει ένας παίκτης. Χερούκλα: Πολύ ισχυρό χέρι. -Εκφράσεις: «ανοίγω το χέρι μου» = κάνω κλέιμ. «Επιασα χέρι» = κέρδισα τη λεβέ. «Εδωσα χέρι στον αντίπαλο» = του επέτρεψα να πάρει τη λεβέ.

 Χρώμα: Καθένα εκ των: κούπα, πίκα, σπαθί, καρό. «Η τράπουλα έχει 4 χρώματα»

Χταπόδι: Μεγάλο πόδι. Περιπαικτική προσφώνηση

Χώνω: Βάζω μέσα (δεν πραγματοποιώ) ένα συμβόλαιο

Ψευδοσκουίζ: Ο αντίπαλος δεν έχει πρόβλημα αλλά πολλές φορές δεν το ξέρει και χαλάει ένα κρίσιμο φύλλο στο χρώμα που θα έπρεπε να κρατήσει

Ψυχίκ: το κλειδί